- διανεμητής
- ο , διανεμήτρια η1) распределитель, -ница; раздатч|ик, -ица; 2) с.-х. разбрасыватель удобрений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διανεμητής — distributor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητής — ο (θηλ. τρία, η) (Μ διανεμητής) [διανέμω] αυτός που διανέμει νεοελλ. γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς … Dictionary of Greek
διανεμητής — ο θηλ. διανεμήτρια 1. αυτός που διανέμει, μοιράζει κάτι. 2. γεωργικό μηχάνημα που απλώνει στα χωράφια το λίπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανεμηταί — διανεμητής distributor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δατητής — δατητής, ο (Α) ο διανεμητής, ο μοιραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη τού δατέομαι*] … Dictionary of Greek